- χαλκοῦς,-ῆ,-οῦν
- + A 31-37-15-11-9=103Ex 26,11.37; 27,3.4(bis)made of copper, of brass, brazen
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
χαλκούς — ή, ούν / χαλκοῡς, ῆ, οῦν, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χάλκεος, έα και ιων. τ. έη, ον, θηλ. και ος, και επικ. τ. χάλκειος, είη, ον, και ιων. τ. χαλκήϊος, ΐη, ον, και αιολ. και δωρ. τ. χάλκιος, ία, ον, Α (λόγιος τ.) χάλκινος (α. «χαλκά σκεύη» β. «χαλκέοις … Dictionary of Greek